- τμησίχρους
- τμησίχρους, ουν,A = ταμεσίχρως, ἀνέπτυξε ποιητικῶς τὸ τμησίχροας Sch.Il.13.340.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τμησίχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τμησίχροος, οον, Α ταμεσίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη σι (βλ. λ. τμήγω και τέμνω), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρους (< χρώς*, χροός «χρώμα, επιδερμίδα»)] … Dictionary of Greek